Εγγλέζος

Εγγλέζος
ο
θηλ.
1. Άγγλος.
2. μτφ., άνθρωπος συνεπής στην υπόσχεσή του, ακριβής στην ώρα του: Είναι Εγγλέζος στα ραντεβού του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Εγγλέζος — Επώνυμο Υδραίων αγωνιστών του 1821. 1. Κωνσταντίνος. Ονομαζόταν και Πατακής. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις. 2. Λάζαρος. Στην πολιορκία του Ναυπλίου τραυματίστηκε και πέθανε. 3. Νικόλαος. Πήρε μέρος σε διάφορες ναυτικές επιχειρήσεις… …   Dictionary of Greek

  • Άγγλος — και Εγγλέζος, ο (θηλ. Αγγλίδα και Εγγλέζα) ο κάτοικος τής Αγγλίας ή αυτός που κατάγεται από την Αγγλία, και γενικότερα ο κάτοικος τού Ηνωμένου Βασιλείου …   Dictionary of Greek

  • Σκωτσέζος — και Σκοτσέζος, ο, θηλ. Σκωτσέζα και Σκοτσέζα, Ν ο Σκώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκώτος / Σκότος αναλογικά προς τη λ. εγγλέζος και με επίδραση τών τ. Scots και Scotch] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”